Παπούτσια ή υποδήματα?
Ποιες είναι οι ρίζες των δύο όρων; Από πότε χρησιμοποιούνται; Ποιες λαϊκές εκφράσεις δανείζονται τις δυο λέξεις;
Ποιες είναι οι ρίζες αυτών των δύο όρων και από πότε χρησιμοποιούνται;
Καταρχάς, οι σημερινοί όροι που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι φοράμε ένα κομμάτι της ενδυμασίας, το οποίο καλύπτει και προστατεύει το κάτω μέρος του ποδιού μας, είναι τα παπούτσια και τα υποδήματα. Τα τελευταία χρόνια, μεταξύ των δύο όρων ο επικρατέστερος είναι τα παπούτσια. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε καθημερινά.
Η λέξη παπούτσι δεν έχει ελληνική ρίζα. Προέρχεται από την τουρκική pabuç/papuç. Συγκεκριμένα η ετυμολογία της λέξης παπούτσι είναι η εξής: παπούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπούτσι < τουρκική pabuç < παλαιά τουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) < περσική پاپوش (pā-puš) < پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) (< پوشیدن (pušidan: καλύπτω)
Η λέξη υπόδημα έχει ελληνική ρίζα: υπόδημα < αρχαία ελληνική ὑπόδημα < ὑποδέω < ὑπὸ + δέω (= δένω).
Από παλιά παίρναμε λέξεις σχετικές με την υπόδηση από τους ανατολικούς λαούς και ειδικά από τους Πέρσες. Λόγου χάρη τα τζαγγια, που τα φορούσαν και οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, και που έδωσαν αργότερα τον τσαγκάρη, είναι περσικής αρχής. Ωστόσο, στην ελληνική γλώσσα το παπούτσι καθιερώθηκε για οποιοδήποτε υπόδημα, και έγινε ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα.
Οι πιο συχνές λαϊκές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται με τις λέξεις υποδήματα και παπούτσια:
1. «Στα παλιά μου τα παπούτσια» ή «Στα παλαιότερα των υποδημάτων μου». Στα παλαιότερα χρόνια οι παπούδες μας είχαν ένα ή δυο ζευγάρια και φορούσαν τα παπούτσια τους μέχρι σχεδόν να αποσυντεθούν. Τα παλιά παπούτσια ήταν λοιπόν χιλιοταλαιπωρημένα, τρύπια, βρόμικα και τρισάθλια, παρουσίαζαν δηλαδή οικτρό θέαμα. Έτσι, το γράφω κάποιον ή κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια είναι έκφραση δηλωτική έσχατης περιφρόνησης και αδιαφορίας.
2. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο». Σημαίνει ότι το ντόπιο ή το οικείο είναι προτιμότερο κι ας έχει ατέλειες. Δεν το λέμε μόνο για αγορές αλλά και για γάμο με συντοπίτη.
3. «Του έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι». Το λέμε για κάποιον που διώχνεται χωρίς πολλές ευγένειες και χωρίς να τηρηθούν τα προσχήματα, που χάνει τη θέση του ή εργαζόμενο που απολύεται ή για σύζυγο, μνηστήρα ή ερωτικό σύντροφο που διώχνεται. Τα παλιά τα χρόνια, ο επισκέπτης άφηνε τα παπούτσια του στην είσοδο του σπιτιού και έμπαινε μέσα ξυπόλητος. Αν λοιπόν γινόταν φορτικός, η νοικοκυρά τού έφερνε τα παπούτσια του, δηλώνοντας ότι είναι ώρα να πάρει τέλος η επίσκεψη.
4. «Του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι». Όταν περιορίζουμε κάποιον, του επιβαλλόμαστε ή τον δεσμεύουμε υπερβολικά. Κεντρική έννοια εδώ είναι η πειθάρχηση και ο περιορισμός της ελευθερίας του άλλου.
5. «Η γλώσσα του παπούτσι και το μυαλό κουκούτσι». Αυτός που μιλάει πολύ λέγοντας συνεχώς ανοησίες.
6. «Με μισό παπούτσι». Λέγεται για κάποιον πάμφτωχο. Για παράδειγμα, ξεκίνησε από το χωριό του με μισό παπούτσι και έγινε μέγας και τρανός.
7. «Κρέμασε τα παπούτσια του». Το λέμε πιο ειδικά, για έναν βετεράνο ποδοσφαιριστή ή αθλητή, που αποσύρεται από την ενεργό δράση.
Συγγενικές λέξεις:
Ανυπόδητος, υποδηματοποιείο, υποδηματοποιία, υποδηματοποιός, υποδηματοπωλείο, υποδηματοπώλης, υπόδηση.
Απαπούτσωτος, ξυλοπάπουτσο, παλιοπάπουτσο, παπουτσάδικο / παπουτσίδικο, παπουτσάκι, παπουτσής, παπούτσωμα, παπουτσωμένος, παπουτσώνω
Διάφορες σχετικές λέξεις-εκφράσεις:
1. Πατούμενο: με γεια τα πατούμενα.
2. Παπά: το παπούτσι στη γλώσσα των νηπίων.
3. Ραφτό παπούτσι: το παπούτσι που τα μέρη του έχουν συνδεθεί με ράψιμο.
4. Καρφωτό παπούτσι: τoπαπούτσι που τα μέρη του έχουν συνδεθεί με κάρφωμα.
5. Σκαρπίνι: το χαμηλό παπούτσι που δένει με κορδόνια.
6. Μοκασίνι: τoείδος του παπουτσιού χωρίς κορδόνια, με χαμηλό ή χωρίς τακούνι και εύκαμπτη σόλα.
7. Μπαλαρίνα ή ροκάκι: το ίσιο μαλακό γυναικείο παπούτσι με στρογγυλές συνήθως μύτες.
8. Πουέντ: το ειδικό παπούτσι κλασικού μπαλέτου με σκληρή μύτη, για να μπορεί η μπαλαρίνα να χορεύει ή να στέκεται στις μύτες των ποδιών.
9. Παντοφλέ: ο τύπος υποδημάτων με χαμηλό τακούνι και χωρίς κορδόνια.
10. Λουστρίνια: τα υποδήματα από βερνικωτό δέρμα.
11. Καστόρια: τα υποδήματα από καστόρι.
12. Σπορτεξ: τα αθλητικά παπούτσια.
13. Σνίκερ: το αθλητικό παπούτσι με εύκαμπτη λαστιχένια σόλα.
14. Κατσάρια: είναι τα παλιά παπούτσια, που χρησιμοποιούνται αντί για παντόφλες. Συνήθως εμφανίζεται στον πληθυντικό, βέβαια. Πιθανόν να προέρχεται από το επίθετο κατσός που σημαίνει «ζαρωμένος»· πράγματι, κατσάρι είναι το παλιό, το ζαρωμένο παπούτσι.
15. Γόβα: το γυναικείο παπούτσι με ψηλό τακούνι.
16. Γόβα στιλέτο: η γόβα με λεπτό, ψηλό και μυτερό τακούνι.
Παπούτσια ή υποδήματα; ……
ΥΓ. «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο».
Πηγές:
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B1
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%83%CE%B9
https://sarantakos.wordpress.com/2010/09/13/babouche/